- κατέστρεψα
- καταστρέφωturn downaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστρέφω — κατέστρεψα και κατάστρεψα, καταστράφηκα, καταστρεμμένος και κατεστραμμένος 1. φθείρω, εξολοθρεύω, εξοντώνω: Το κάπνισμα καταστρέφει την υγεία. 2. διαφθείρω: Τον κατάστρεψαν οι κακές παρέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
καταστρέφω — καταστρέφω, κατέστρεψα (σπάν. κατάστρεψα) βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής